δίωρο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | δίωρο | τα | δίωρα |
γενική | του | δίωρου & διώρου |
των | δίωρων & διώρων |
αιτιατική | το | δίωρο | τα | δίωρα |
κλητική | δίωρο | δίωρα | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- δίωρο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου δίωρος
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]δίωρο ουδέτερο
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] δίωρο
|