δακρυόεν

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
δακρυόεν: κλιτικός τύπος επιθέτου· το ουδέτερο ενικού και ως επίρρημα

Κλιτικός τύπος επιθέτου

[επεξεργασία]

δακρυόεν

Επίρρημα

[επεξεργασία]

δακρυόεν