δαλός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | δαλός | οἱ | δαλοί |
γενική | τοῦ | δαλοῦ | τῶν | δαλῶν |
δοτική | τῷ | δαλῷ | τοῖς | δαλοῖς |
αιτιατική | τὸν | δαλόν | τοὺς | δαλούς |
κλητική ὦ! | δαλέ | δαλοί | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | δαλώ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | δαλοῖν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- δαλός < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
δαλός, -οῦ αρσενικό
- φλεγόμενο κομμάτι ξύλου, δαυλός
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 15 (Ο. Παλίωξις παρὰ τῶν νεῶν.), στίχ. 421 (419-421)
- ἔνθ᾽ υἷα Κλυτίοιο Καλήτορα φαίδιμος Αἴας, | πῦρ ἐς νῆα φέροντα, κατὰ στῆθος βάλε δουρί· | δούπησεν δὲ πεσών, δαλὸς δέ οἱ ἔκπεσε χειρός.
- και τότε τον Κλυτίδην | Καλήτορα κει πόφερνε το πυρ εις το καράβι | λόγχισ᾽ ο Αίας, κι έπεσε με το δαυλί στο χώμα.
- Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
- ἔνθ᾽ υἷα Κλυτίοιο Καλήτορα φαίδιμος Αἴας, | πῦρ ἐς νῆα φέροντα, κατὰ στῆθος βάλε δουρί· | δούπησεν δὲ πεσών, δαλὸς δέ οἱ ἔκπεσε χειρός.
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Εὐριπίδης, Κύκλωψ, στίχ. 630 (630-631)
- ἄγε νυν ὅπως ἅψεσθε τοῦ δαλοῦ χεροῖν | ἔσω μολόντες· διάπυρος δ᾽ ἐστὶν καλῶς.
- Άντε λοιπόν μέσα κι εσείς, και βάλτε ένα χεράκι· | έχει πυρώσει το δαυλί καλά, και περιμένει.
- Μετάφραση χ.χ.: Β. Λιαπή, Αθήνα: Κίχλη @greek‑language.gr
- ἄγε νυν ὅπως ἅψεσθε τοῦ δαλοῦ χεροῖν | ἔσω μολόντες· διάπυρος δ᾽ ἐστὶν καλῶς.
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 15 (Ο. Παλίωξις παρὰ τῶν νεῶν.), στίχ. 421 (419-421)
- (μετεωρολογία) κεραυνός
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 13 (Ν. Μάχη ἐπὶ ταῖς ναυσί.), στίχ. 320 (319-320)
- ὅτε μὴ αὐτός γε Κρονίων | ἐμβάλοι αἰθόμενον δαλὸν νήεσσι θοῇσιν.
- έξω αν θελήσει ο Δίας | δαυλόν ο ίδιος εις αυτά να βάλει φλογοβόλον.
- Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
- ὅτε μὴ αὐτός γε Κρονίων | ἐμβάλοι αἰθόμενον δαλὸν νήεσσι θοῇσιν.
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 13 (Ν. Μάχη ἐπὶ ταῖς ναυσί.), στίχ. 320 (319-320)
- είδος μετεώρου
- σβησμένος δαυλός, καμένη λαμπάδα
- (μεταφορικά) (για ηλικιωμένους) εξαντλημένος γέρος
- ※ 1ος πκε αιώνας, Μελέαγρος στην ⌘ Παλατινή Ανθολογία, βιβλίο 12ο, επίγραμμα 41 @perseus.tufts.edu
- οὐκέτι μοι Θήρων γράφεται καλός, οὐδ᾽ ὁ πυραυγὴς
πρίν ποτε, νῦν δ᾽ ἤδη δαλός, Ἀπολλόδοτος.
στέργω θῆλυν ἔρωτα: δασυτρώγλων δὲ πίεσμα
λασταύρων μελέτω ποιμέσιν αἰγοβάταις.
- οὐκέτι μοι Θήρων γράφεται καλός, οὐδ᾽ ὁ πυραυγὴς
- ※ 1ος πκε αιώνας, Μελέαγρος στην ⌘ Παλατινή Ανθολογία, βιβλίο 12ο, επίγραμμα 41 @perseus.tufts.edu
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
- λακωνικός τύπος : δαβελός
- Συρακούσιος τύπος : δαελός
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη δαίω
Πηγές[επεξεργασία]
- δαλός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- δαλός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'ναός' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναός' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά οξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά οξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναός' αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις οξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Ελλείπουσες ετυμολογίες (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα από την Ιλιάδα (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα από τον Ευριπίδη (αρχαία ελληνικά)
- Μετεωρολογία (αρχαία ελληνικά)
- Μεταφορικοί όροι (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (ελληνιστική κοινή)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)