δαρθάνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Αρχικοί
χρόνοι
Φωνή
Eνεργητική
Φωνή
Μέση & Παθητική
Ενεστώτας  δαρθάνω 
Παρατατικός
Μέλλοντας  δαρθήσομαι 
Αόριστος  ἔδαρθον, ἔδραθον 
Παρακείμενος  δεδάρθηκα 
Υπερσυντέλικος
Συντελ.Μέλλ.

Ετυμολογία [επεξεργασία]

δαρθάνω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *der-. Ετυμολογικά συγγενεύει με τη σανσκριτική द्रायति (drāyati, κοιμάμαι), τη λατινική dormio (κοιμάμαι),[1] την παλαιά αρμενική տարտամ (tartam, αναποφάσιστος) και την παλαιά εκκλησιαστική σλαβονική дрємлю (dremlju, μισοκοιμάμαι).

Ρήμα[επεξεργασία]

δαρθάνω

Σύνθετα[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.

Πηγές[επεξεργασία]