δασμολόγιο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το δασμολόγιο τα δασμολόγια
      γενική του δασμολόγιου
δασμολογίου
των δασμολόγιων
δασμολογίων
    αιτιατική το δασμολόγιο τα δασμολόγια
     κλητική δασμολόγιο δασμολόγια
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
δασμολόγιο < δασμο(ς) + -λόγιο

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

δασμολόγιο ουδέτερο

  1. επίσημος πίνακας που αναγράφονται τα διάφορα εμπορεύματα και δίπλα τον εισαγωγικό ή εξαγωγικό τους δασμό (φόρο για την εισόδου ή την έξοδο)
  2. το σύστημα δασμολόγησης

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]