δείχτης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | δείχτης | οι | δείχτες |
γενική | του | δείχτη | των | δειχτών |
αιτιατική | τον | δείχτη | τους | δείχτες |
κλητική | δείχτη | δείχτες | ||
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- δείχτης < δείκτης
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]δείχτης αρσενικό
- ο δείκτης
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] δείχτης
→ δείτε τη λέξη δείκτης |