δεδομένα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
δεδομένα < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο πληθυντικού της μετοχής δεδομένος

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

δεδομένα ουδέτερο στον πληθυντικό

  1. (πληροφορική) στοιχεία, πληροφορίες, σε δυαδική μορφή που εισάγονται προς επεξεργασία σε έναν ηλεκτρονικό υπολογιστή ή προβάλλονται ως έξοδος σε μια περιφερειακή συσκευή
  2. (πληροφορική) στοιχεία, πληροφορίες, που έχουν λάβει δυαδική μορφή και έχουν αποθηκευτεί σε σκληρό δίσκο ή άλλο μέσο.
    μου χτύπησε ο σκληρός και έχασα όλα τα δεδομένα μου

Σημειώσεις

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Πολυλεκτικοί όροι

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]