δεματάρα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η δεματάρα οι δεματάρες
      γενική της δεματάρας
    αιτιατική τη δεματάρα τις δεματάρες
     κλητική δεματάρα δεματάρες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
δεματάρα < δέμα, δέματ-(α) + μεγεθυντικό επίθημα -άρα

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

δεματάρα ουδέτερο

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]