δηκτικά

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]

Από το ρήμα δάκνω, δαγκώνω.

Επίρρημα

[επεξεργασία]

δηκτικά

  • Προκλητικά, πειρακτικά.


Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου

[επεξεργασία]

δηκτικά