δημοτικό

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το δημοτικό τα δημοτικά
      γενική του δημοτικού των δημοτικών
    αιτιατική το δημοτικό τα δημοτικά
     κλητική δημοτικό δημοτικά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
δημοτικό < από το επίθετο δημοτικός < δήμος

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

δημοτικό ουδέτερο

  1. το δημοτικό σχολείο, το σχολείο της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης στο οποίο φοιτούν παιδιά ηλικίας 6-12 ετών
  2. συγκεκριμένη δημοτική μουσική σύνθεση (σχεδόν πάντα έχει και στίχους)

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου

[επεξεργασία]

δημοτικό