δημοψήφισμα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το δημοψήφισμα τα δημοψηφίσματα
      γενική του δημοψηφίσματος των δημοψηφισμάτων
    αιτιατική το δημοψήφισμα τα δημοψηφίσματα
     κλητική δημοψήφισμα δημοψηφίσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
δημοψήφισμα < δημο- + ψήφισμα (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική plébiscite) [1]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ði.moˈpsi.fi.zma/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δη‐μο‐ψή‐φι‐σμα

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

δημοψήφισμα ουδέτερο

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]