διέπω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
διέπω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική διέπω (καθορίζω) < δι- + ἕπω (ασχολούμαι με)

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ðiˈe.po/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δι‐έ‐πω

διέπω, αόρ.: διείπα, παθ.φωνή: διέπομαι (ελλειπτικό ρήμα)

Σημείωση: Εύχρηστο είναι κυρίως το γ΄ πρόσωπο.

πρόσωπα Ενεστώτας Παρατατικός Εξ. Μέλλ. Υποτακτική Προστακτική Μετοχή
α' ενικ. διέπω διείπα θα διέπω να διέπω διέποντας
β' ενικ. διέπεις διείπες θα διέπεις να διέπεις
γ' ενικ. διέπει διείπε θα διέπει να διέπει
α' πληθ. διέπουμε διείπαμε θα διέπουμε να διέπουμε
β' πληθ. διέπετε διείπατε θα διέπετε να διέπετε διέπετε
γ' πληθ. διέπουν(ε) διείπαν
διείπαν(ε)
θα διέπουν(ε) να διέπουν(ε)

Παθητική φωνή → λείπει η κλίση

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
διέπω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική διέπω < (διά) δι- + ἕπω (ασχολούμαι με)

διέπω



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
διέπω < (διά) δι- + ἕπω (ασχολούμαι με)

διέπω

Σύνθετα

[επεξεργασία]