διαβατήρια

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

[επεξεργασία]

διαβατήρια ουδέτερο



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
διαβατήρια < εννοείται ἱερά < ουδέτερο, πληθυντικός του επιθέτου διαβατήριος

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

διαβατήρια ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

  • θυσίες που γίνονταν πριν περάσει κάποιος ένα σύνορο, έναν ποταμό