διαβόλου κάλτσα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- διαβόλου κάλτσα < από μεσαιωνική πρόληψη που υποστήριζε ότι το να βάζουν τα πόδια των νεογέννητων σε μαύρες κάλτσες θα τα έκανε έξυπνα και τυχερά
Έκφραση
[επεξεργασία]διαβόλου κάλτσα
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] διαβόλου κάλτσα
|