διαγλωσσικός όρος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- διαγλωσσικός όρος < → δείτε τις λέξεις διαγλωσσικός και όρος
Κλιτικός τύπος πολυλεκτικού όρου
[επεξεργασία]διαγλωσσικός όρος αρσενικό
- (γλωσσολογία): λέξη, μόρφημα ή σύμβολο που χρησιμοποιείται σε πολλές γλώσσες, συνήθως συγγενείς, αλλά δεν είναι διεθνής
- μια λατινική έκφραση είναι συχνά διαγλωσσικός όρος που χρησιμοποιείται σε πολλές ευρωπαϊκές γλώσσες
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Επίσης
- διεθνής όρος
- διεθνισμός (γλωσσολογία)
- Διεθνείς όροι στο Βικιλεξικό
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] διαγλωσσικός όρος
|