διακανονίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
διακανονίζω < διά + κανονίζω < αρχαία ελληνική κανονίζω < κανών

διακανονίζω (παθητική φωνή: διακανονίζομαι)

  1. διευθετώ κάποια υπόθεση ακολουθώντας ορισμένους κανόνες
  2. ρυθμίζω, τακτοποιώ συναινετικά ένα ζήτημα ακολουθώντας μια ορισμένη τυπική και ουσιαστική διαδικασία

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]