διαμόλυνση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η διαμόλυνση οι διαμολύνσεις
      γενική της διαμόλυνσης* των διαμολύνσεων
    αιτιατική τη διαμόλυνση τις διαμολύνσεις
     κλητική διαμόλυνση διαμολύνσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, διαμολύνσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
διαμόλυνση < δια- + μόλυνση ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική transfection)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

διαμόλυνση θηλυκό

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]