διαπασῶν
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- < διὰ πασῶν (τῶν χορδῶν)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]διαπασῶν θηλυκό άκλιτο
- η δια πασών των χορδών μουσική συμφωνία
Δείτε επίσης : διαπασών |
διαπασῶν θηλυκό άκλιτο