διαρκώς

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
διαρκώς < λείπει η ετυμολογία

Επίρρημα

[επεξεργασία]

διαρκώς

  1. συνεχώς, πάντοτε
    αυτό το παιδί είναι διαρκώς αφηρημένο

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]