διαρκώς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- διαρκώς < → λείπει η ετυμολογία
Επίρρημα
[επεξεργασία]διαρκώς
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] διαρκώς