διαρρηγνύω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- διαρρηγνύω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική διαρρήγνυ(μι) με μεταπλασμό σε -ω[1] < δια- + ῥήγνυμι (→ δείτε και ρρ)
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ði̯a.ɾiˈɣni.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δι‐αρ‐ρη‐γνύ‐ω
Ρήμα
[επεξεργασία]διαρρηγνύω, πρτ.: διαρρήγνυα, αόρ.: διέρρηξα, παθ.φωνή: διαρρηγνύομαι, στ.μέλλ.: θα διαρραγώ, π.αόρ.: διαρρήχθηκα/διερράγη3ο, μτχ.π.π.: διαρρηγμένος/διερρηγμένος
Εκφράσεις
[επεξεργασία]Κλίση
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ διαρρηγνύω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα δια- (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ρήματα (νέα ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Ελλείπουσες κλίσεις (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)