διασαλπίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
διασαλπίζω < μεσαιωνική ελληνική διασαλπίζω < δια- + σαλπίζω

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ði̯a.salˈpi.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δια‐σαλ‐πί‐ζω

διασαλπίζω

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
διασαλπίζω < δια- + σαλπίζω

διασαλπίζω