διασπορέας

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η διασπορέας οι διασπορείς
      γενική του
του/της
διασπορέα
διασπορέως
των διασπορέων
    αιτιατική τον/τη διασπορέα τους/τις διασπορείς
     κλητική διασπορέα διασπορείς
Ο πρώτος τύπος της γενικής ενικού, μόνο για το αρσενικό.
Ο δεύτερος τύπος, και για τα δύο γένη, είναι λόγιος.
Κατηγορία όπως «συγγραφέας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
διασπορέας < διασπείρω + -έας

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

διασπορέας αρσενικό ή θηλυκό

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]