διαχειρίζομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- διαχειρίζομαι < αρχαία ελληνική διαχειρίζομαι, παθητική φωνή του ρήματος διαχειρίζω
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ði̯a.çiˈɾi.zo.me/ & /ðʝa.çiˈɾi.zo.me/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δι‐α‐χει‐ρί‐ζο‐μαι & τυπογραφικός συλλαβισμός : δια‐χει‐ρί‐ζο‐μαι
Ρήμα[επεξεργασία]
διαχειρίζομαι (αποθετικό)
- διευθετώ κάποιες υποθέσεις, εργασίες ή θέματα, συνήθως οικονομικού περιεχομένου, ή είμαι υπεύθυνος γι’ αυτά
- ※ Ο πατέρας μου μου άφησε μια μεγάλη περιουσία που την διαχειρίζονται άλλοι. (Γιάννης Μαρής (1959) Επικίνδυνο καλοκαίρι [νουβέλα])
Συγγενικά[επεξεργασία]
Σημειώσεις[επεξεργασία]
- Το ενεργητικό διαχειρίζω στη σημερινή γλώσσα είναι αδόκιμο.
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
διαχειρίζομαι
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
διαχειρίζομαι
- παθητική φωνή του ρήματος διαχειρίζω
Κατηγορίες:
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ρήματα (νέα ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ρήματα (αρχαία ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Ελληνιστική κοινή
- Ρηματικοί τύποι (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)