διδάσκαλος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Διδάσκαλος
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο διδάσκαλος οι διδάσκαλοι
      γενική του διδασκάλου
διδάσκαλου
των διδασκάλων
    αιτιατική τον διδάσκαλο τους διδασκάλους
διδάσκαλους
     κλητική διδάσκαλε διδάσκαλοι
Κατηγορία όπως «δάσκαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
διδάσκαλος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική διδάσκαλος. Συγκρίνετε με το κληρονομημένο δάσκαλος.

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ðiˈða.ska.los/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δι‐δά‐σκα‐λος

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

διδάσκαλος αρσενικό (λόγιο), (θηλυκό διδασκάλισσα)

  1. (επάγγελμα) δάσκαλος
  2. (γενικότερα) δάσκαλος ή λόγιος μεγάλου κύρους
    οι διδάσκαλοι του Γένους

Εκφράσεις

[επεξεργασία]

Σύνθετα

[επεξεργασία]

  Αντίστροφο λεξικό του Βικιλεξικού:
  Πατώντας εδώ θα δείτε όλες τις λέξεις του Βικιλεξικού που λήγουν σε «-διδασκαλος»
όπως

Συγγενικά

[επεξεργασία]

→ και δείτε τη λέξη διδάσκω

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]



↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική / διδάσκαλος οἱ/αἱ διδάσκαλοι
      γενική τοῦ/τῆς διδασκάλου τῶν διδασκάλων
      δοτική τῷ/τῇ διδασκάλ τοῖς/ταῖς διδασκάλοις
    αιτιατική τὸν/τὴν διδάσκαλον τοὺς/τὰς διδασκάλους
     κλητική ! διδάσκαλε διδάσκαλοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  διδασκάλω
γεν-δοτ τοῖν  διδασκάλοιν
Σπάνιο το θηλυκό.
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «κάμηλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
διδάσκαλος < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

διδάσκαλος αρσενικό (σπανίως και θηλυκό)

Σημειώσεις

[επεξεργασία]

Σύνθετα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

→ και δείτε τη λέξη διδάσκω