διημερίδα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]διημερίδα θηλυκό
- εκδήλωση που περιλαμβάνει εισηγήσεις και συζήτηση με το κοινό και διαρκεί δύο ημέρες
Συγγενικά
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] διημερίδα
|