διημερεύω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- διημερεύω < διά + ημέρ- + -εύω
Ρήμα
[επεξεργασία]διημερεύω
- περνώ τη διάρκεια της ημέρας σε συγκεκριμένο μέρος
- οι προσκυνητές διημέρευσαν στο μοναστήρι
- διημερεύον φαρμακείο
Αντώνυμα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] διημερεύω
|