δικαιούμαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- δικαιούμαι, λόγιο παθητικό ρήμα από το αρχαίο δικαιόομαι, -οῦμαι, μέση φωνή του δικαιόω/δικαιῶ
Ρήμα
[επεξεργασία]δικαιούμαι
- έχω το δικαίωμα
- δικαιούμαι να πάρω ίσο μερίδιο με όλους
Κλίση
[επεξεργασία]πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
---|---|---|---|---|---|---|
α' ενικ. | δικαιούμαι | δικαιούμουν δικαιούμην |
θα δικαιούμαι | να δικαιούμαι | δικαιούμενος | |
β' ενικ. | δικαιούσαι | δικαιούσουν δικαιούσο |
θα δικαιούσαι | να δικαιούσαι | ||
γ' ενικ. | δικαιούται | δικαιούνταν δικαιούτο |
θα δικαιούται | να δικαιούται | ||
α' πληθ. | δικαιούμεθα δικαιούμαστε |
δικαιούμαστε δικαιούμασταν |
θα δικαιούμεθα δικαιούμαστε |
να δικαιούμεθα δικαιούμαστε |
||
β' πληθ. | δικαιούσθε δικαιούστε |
δικαιούσαστε δικαιούσασταν |
θα δικαιούσθε δικαιούστε |
να δικαιούσθε δικαιούστε |
||
γ' πληθ. | δικαιούνται | δικαιούνταν δικαιούντο |
θα δικαιούνται | να δικαιούνται |