διμορφοθήκη

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η διμορφοθήκη οι διμορφοθήκες
      γενική της διμορφοθήκης των διμορφοθηκών
    αιτιατική τη διμορφοθήκη τις διμορφοθήκες
     κλητική διμορφοθήκη διμορφοθήκες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

διμορφοθήκη < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική dimorphotheca < ελληνιστική κοινή δίμορφος < αρχαία ελληνική δίς + μορφή + θήκη
Dimorphotheca pluvialis

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

διμορφοθήκη θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]