διχογνωμονώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

διχογνωμονώ < ελληνιστική κοινή διχογνωμέω / διχογνωμῶ < αρχαία ελληνική διχογνωμονέω / διχογνωμονῶ < διχο- + γνώμη / γιγνώσκω

Ρήμα[επεξεργασία]

διχογνωμονώ

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]