διόραμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]διόραμα ουδέτερο
- τρισδιάστατη απεικόνιση σκηνής (ανεξαρτήτως μεγέθους, θεματολογίας ή υλικού προβολής ή κατασκευής)