δομόφερτος ήχος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- δομόφερτος ήχος < δομόφερτος + ήχος
Πολυλεκτικός όρος
[επεξεργασία]δομόφερτος ήχος αρσενικό
- (κτιριακή ακουστική) στερεόφερτος ήχος που διαδίδεται μέσω της στερεάς δομής μιας κτιριακής κατασκευής
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] δομόφερτος ήχος