δραμαμίνη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- δραμαμίνη < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]δραμαμίνη θηλυκό
- φαρμακευτική ουσία κατά της ναυτίας
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] δραμαμίνη
|