δρομολογητής

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο δρομολογητής οι δρομολογητές
      γενική του δρομολογητή των δρομολογητών
    αιτιατική τον δρομολογητή τους δρομολογητές
     κλητική δρομολογητή δρομολογητές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
δρομολογητής < λείπει η ετυμολογία
Ένας οικιακός δρομολογητής

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

δρομολογητής αρσενικό

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Υπερώνυμα

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]