δόκος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Δόκος, δοκός

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
δόκος < από το ρήμα δοκέω-δοκῶ < από τη ρίζα -δοκ που προήλθε από μετάπτωση από τη ρίζα -δεκ < από την πρωοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα -dek̑

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

δόκος αρσενικό

Συγγενικά

[επεξεργασία]