δύσγνοια

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική δύσγνοι αἱ δύσγνοιαι
      γενική τῆς δυσγνοίᾱς τῶν δυσγνοιῶν
      δοτική τῇ δυσγνοί ταῖς δυσγνοίαις
    αιτιατική τὴν δύσγνοιᾰν τὰς δυσγνοίᾱς
     κλητική ! δύσγνοι δύσγνοιαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  δυσγνοί
γεν-δοτ τοῖν  δυσγνοίαιν
1η κλίση, Κατηγορία 'βοήθεια' όπως «βοήθεια» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

δύσγνοια < δύσ- + -γνοια (γιγνώσκω)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

δύσγνοια, -ας θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]