εγκληματολογία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εγκληματολογία < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
εγκληματολογία θηλυκό
- (νομικός όρος) ο κλάδος της επιστήμης που ασχολείται με το έγκλημα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εγκληματολογία