εγκληματώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
εγκληματώ < έγκλημα

εγκληματώ

  1. διαπράττω έγκλημα, βαρύ ποινικό αδίκημα
  2. (μεταφορικά) κάνω κάτι βαρύ, απαράδεκτο , από ηθική, κοινωνική ή άλλη άποψη

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]