εγκλιτικό

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
εγκλιτικό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου εγκλιτικός

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

εγκλιτικό ουδέτερο

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου

[επεξεργασία]

εγκλιτικό