εγκλωβίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
εγκλωβίζω < (εν) εγ- + κλωβός + -ίζω (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική encager[1])

εγκλωβίζω (παθητική φωνή: εγκλωβίζομαι)

  1. οδηγώ και κλείνω κάποιον σε ένα κλουβί ή γενικότερα σε έναν πολύ στενό χώρο
  2. (μεταφορικά) περιορίζω κάποιον σε ασφυκτικά πλαίσια

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]
  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)