εγωκεντρισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]εγωκεντρισμός < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική égocentrisme < égocentrique < εγώ + κέντρον
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]εγωκεντρισμός αρσενικό
- η ψυχοπαθολογική τάση του ατόμου να ανάγει τα πάντα στον εαυτό του
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] εγωκεντρισμός
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναός' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)