εθνικότητα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εθνικότητα οι εθνικότητες
      γενική της εθνικότητας των εθνικοτήτων
    αιτιατική την εθνικότητα τις εθνικότητες
     κλητική εθνικότητα εθνικότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
εθνικότητα < εθνικός + -ότητα

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /e.θniˈko.ti.ta/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

εθνικότητα θηλυκό

  1. η ιδιότητα του να ανήκει κάποιος σε ένα έθνος· η υπαγωγή ατόμου σε εθνότητα
    παρατηρείται το φαινόμενο αθλητών που αλλάζουν εθνικότητα προκειμένου να αγωνιστούν σε άλλη εθνική ομάδα

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]