ειδεμή

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ειδεμή < αρχαία ελληνική εἰ δέ μή

Σύνδεσμος

[επεξεργασία]

ειδεμή

  • αλλιώς, σε διαφορετική περίπτωση
το έργο πρέπει να παραδοθεί στη συμφωνημένη ημερομηνία, ειδεμή θα υπάρξουν κυρώσεις
  • Στείλε μου πίσω το δαχτυλίδι αυτό με την απάντηση του Βασιλέα, ειδεμή δε θα πιστέψω. (Πηνελόπη Δέλτα, Για την πατρίδα)

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]