εικονίτσα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | εικονίτσα | οι | εικονίτσες |
γενική | της | εικονίτσας | — | |
αιτιατική | την | εικονίτσα | τις | εικονίτσες |
κλητική | εικονίτσα | εικονίτσες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- εικονίτσα < εικόνα + υποκοριστικό επίθημα -ίτσα
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]εικονίτσα θηλυκό
- υποκοριστικό του εικόνα
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] εικονίτσα
|