εκτομή σπερματικών πόρων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- εκτομή σπερματικών πόρων < → δείτε τις λέξεις εκτομή, σπερματικός και πόρος
Πολυλεκτικός όρος
[επεξεργασία]εκτομή σπερματικών πόρων
- (ιατρική) χειργουργική επέμβαση που χρησιμοποιείται ώς μέθοδος στείρωσης/αντισύλληψης για τους άνδρες και τα αρσενικά θηλαστικά (και που σε ορισμένες περιπτώσεις είναι αντιστρέψιμη) κατά την οποία οι σπερματικοί αγωγοί στο όσχεο αποκόπτονται ώστε να καθίσταται αδύνατη η εκροή του σπέρματος κατά τη συνουσία