ελάττωμα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἐλάττωμα
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ελάττωμα τα ελαττώματα
      γενική του ελαττώματος των ελαττωμάτων
    αιτιατική το ελάττωμα τα ελαττώματα
     κλητική ελάττωμα ελαττώματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ελάττωμα < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἐλάττωμα

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /eˈla.to.ma/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ε‐λάτ‐τω‐μα

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ελάττωμα ουδέτερο

Αντώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

→ και δείτε τη λέξη ελάσσων

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]