εμβατήριο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- εμβατήριο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο ἐμβατήριος
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /eɱ.vaˈti.ɾi.o/
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]εμβατήριο ουδέτερο
- (μουσική) ρυθμική μουσική σύνθεση ή/και τραγούδι που συγχρονίζει το βηματισμό μιας ομάδας ανθρώπων στον ίδιο ρυθμό
- στρατιωτικό / πολεμικό / πατριωτικό / γαμήλιο /πένθιμο εμβατήριο
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- εμβατήριο στη Βικιπαίδεια