εμβροντησία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εμβροντησία < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἐμβροντησία < αρχαία ελληνική ἐμβρόντητος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
εμβροντησία θηλυκό
- (ψυχιατρική) διαταραχή με συμπτώματα την απώλεια συνείδησης και την μειωμένη ή μηδενική αντίδραση σε ερεθίσματα
- κατάπληξη
Συγγενικά[επεξεργασία]
- εμβρόντητος
- → και δείτε τη λέξη βροντή
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ψυχιατρική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)