εμπορευματοποίηση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | εμπορευματοποίηση | οι | εμπορευματοποιήσεις |
γενική | της | εμπορευματοποίησης* | των | εμπορευματοποιήσεων |
αιτιατική | την | εμπορευματοποίηση | τις | εμπορευματοποιήσεις |
κλητική | εμπορευματοποίηση | εμπορευματοποιήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, εμπορευματοποιήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
εμπορευματοποίηση θηλυκό
- η μετατροπή ενός αγαθού σε εμπόρευμα, η τάση για προσπορισμό υλικού κέρδους από την εμπορική εκμετάλλευση υλικών και πνευματικών αγαθών και αξιών.
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εμπορευματοποίηση