εμφιαλωτήριο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | εμφιαλωτήριο | τα | εμφιαλωτήρια |
γενική | του | εμφιαλωτήριου & εμφιαλωτηρίου |
των | εμφιαλωτήριων & εμφιαλωτηρίων |
αιτιατική | το | εμφιαλωτήριο | τα | εμφιαλωτήρια |
κλητική | εμφιαλωτήριο | εμφιαλωτήρια | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]εμφιαλωτήριο ουδέτερο
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] εμφιαλωτήριο
|