ενώτιο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ενώτιο | τα | ενώτια |
γενική | του | ενώτιου & ενωτίου |
των | ενώτιων & ενωτίων |
αιτιατική | το | ενώτιο | τα | ενώτια |
κλητική | ενώτιο | ενώτια | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ενώτιο < αρχαία ελληνική ἐνώτιον < ὠτίον, υποκοριστικό του οὖς
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενώτιο ουδέτερο
- (λόγιο, κόσμημα) σκουλαρίκι
- (αρχιτεκτονική) δομικό στοιχείο μεταξύ των πεσσών στους οποίους στηρίζεται ο τρούλος και στη βάση του
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη αφτί
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] σκουλαρίκι
|
αρχιτεκτονικό στοιχείο
|